- τραυλός
- -ή, -ό1.αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός, τσεβδός.2. βραδύγλωσσος, κεκές: Τραυλός και δικηγόρος;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραυλός — mispronouncing letters masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλός — ή, ό / τραυλός, ή, όν, ΝΜΑ, και τρευλός, ή, ό, Ν αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός νεοελλ. βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό α (χαρακτηριστικό για λ. τού… … Dictionary of Greek
τραυλά — τραυλός mispronouncing letters neut nom/voc/acc pl τραυλά̱ , τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc/acc dual τραυλά̱ , τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλῶν — τραυλός mispronouncing letters fem gen pl τραυλός mispronouncing letters masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλόν — τραυλός mispronouncing letters masc acc sg τραυλός mispronouncing letters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλαί — τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλοῖς — τραυλός mispronouncing letters masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλοῖσι — τραυλός mispronouncing letters masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλοί — τραυλός mispronouncing letters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλοῦ — τραυλός mispronouncing letters masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)